Περί φόβου και ελευθερίας


Διαβάζοντας ένα βιβλίο («Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία») έπεσε το μάτι μου πάνω σε ένα απόσπασμα που έκανε ανάλυση στον Ναζισμό και το χρονικό της άνθισης και κυριαρχίας του στην Γερμανία.

Ασυναίσθητα και αφού το διάβασα, η ανάλυση που κάνει ο συγγραφέας μου θύμισε καταστάσεις που συμβαίνουν στον Σύλλογο.

Μιας και...οι εξελίξεις στο τριφύλλι έχουν παγώσει, μου ήρθε η ιδέα να το μοιραστώ μαζί σας..


«...εξετάζοντας την ψυχολογική βάση της απήχησης του Ναζισμού, πρέπει να κάνουμε εξαρχής την παρακάτω διάκριση:

Ένα μέρος του πληθυσμού υπέκυψε στο ναζιστικό σύστημα χωρίς ιδιαίτερα έντονες αντιστάσεις, αλλά επίσης και χωρίς να γίνουν ένθερμοι οπαδοί και θαυμαστές της ναζιστικής ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής.

Ένα άλλο μέρος ένιωσε ισχυρή έλξη από την καινούρια ιδειολογία και έσπευσε πυρετωδώς να προσκολληθεί στους ανθρώπους που την προέβαλλαν. Η πρώτη ομάδα συγκροτούνταν κυρίως από την εργατική τάξη, τους φιλελεύθερους και την καθολική τάξη. Παρά την άψογη οργάνωση, ειδικά ανάμεσα στα μέλη της εργατικής τάξης, αυτές οι ομάδες, αν και είχαν συνεχώς μια εχθρική τάση απέναντι στον Ναζισμό από το ξεκίνημα του και ως το 1933, δεν προέβαλαν την εσωτερική αντίσταση που ίσως περίμενε κανείς ως αποτέλεσμα των πολιτικών τους πεποιθήσεων.

Η βούληση τους να αντισταθούν κατέρρευσε γρήγορα και στη συνέχεια ελάχιστα προβλήματα προκάλεσαν στο σύστημα (με εξαίρεση βεβαίως μια μικρή μειοψηφία, η οποία αγωνίστηκε ηρωϊκά εναντίον του Ναζισμού στη διάρκεια όλων εκείνων των χρόνων).

Από ψυχολογική άποψη, αυτή η προθυμία υποταγής στο ναζιστικό σύστημα φαίνεται πως οφειλόταν κυρίως σε μια κατάσταση εσψτερικής κόπωσης και παραίτησης, η οποία χαρακτηρίζει και τους ανθρώπους στην δική μας εποχή, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες. Στη Γερμανία ίσχυε μια επιπλέον συνθήκη σχετικά με την εργατική τάξη: Η ήττα την οποία αυτή η τάξη υπέστη έπειτα από τις πρώτες νίκες κατά την επανάσταση του 1918. Η εργατική τάξη είχε εισέλθει στην μεταπολεμική περίοδο με ισχυρές ελπίδες για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού ή, τουλάχιστν, για μια καθοριστική αναβάθμιση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής της θέσης, αλλά όποιες και αν ήταν αυτές οι αιτίες, στάθηκε μάρτυρας μιας αδιάκοπης σειράς από ήττες, οι οποίες επέφεραν πλήρη διάψευση όλων των ελπίδων της.

Γύρω στις αρχές του 1930, οι καρποί των αρχικών νικών είχαν σχεδόν ολοκληρωτικά ακυρωθεί και το αποτέλεσμα ήταν ενα βαθύ αίσθημα παραίτησης, δυσπιστίας προς τους ηγέτες τους, αμφιβολίας απέναντι στην αξία οποιασδήποτε μορφή πολιτικής οργάνωσης και πολιτικής δραστηριότητας. Παρέμεναν μέλη των αντίστοιχων σωματείων τους και εξακολουθούσαν να πιστεύουν συνειδητά στα πολιτικά τους δόγματα. Όμως βαθιά μέσα τους πολλοί είχαν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης.

Ένα επιπλέον κίνητρο για την νομιμοποίηση εκ μέρους του πληθυσμού της ναζιστικής κυβέρνησης έγινε αποτελεσματικό και ενεργό έπειτα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Για εκατομμύρια ανθρώπους η κυέρνηση του Χίτλερ ταυτίστηκε τότε με την Γερμανία. Από την στιγμή που πήρε στα χέρια του την κυβερνητική εξουσία, το να παλεύεις εναντίον του σήμαινε να θέτεις τον εαυτό σου εκτός της κοινότητας των Γερμανών, όταν τα άλλα πολιτικά κόμματα τέθηκαν εκτός νόμου και το ναζιστικό κόμμα πια ήταν η Γερμανία. Η όποια αντίθεση προς αυτό ήταν και αντίθεση προς την Γερμανία.

Φαίνεται πως τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο να αντέξει ο μέσος άνθρωπος από το αίσθημα πως δεν ταυτίζεται με ένα ευρύτερο σύνολο. Όσο και αν ενδέχεται να διαφωνούσε ο Γερμανός πολίτης με τις αρχές των Ναζί, αν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να είναι ολομόναχος ή να αισθάνεται πως ανήκει στην Γερμανία, το πιθανότερο ήταν πως θα επέλεγε το δεύτερο. Και παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις πως άτομα τα οποία δεν ήταν Ναζί υπερασπίστηκαν τον Ναζισμό απέναντι στην κριτική των ξένων, καθώς ένιωθαν ότι μια επίθεση προς στους Ναζί συνιστούσε επίθεση προς την Γερμανία. Ο φόβος της απομόνωσης και η σχετική εξασθένηση των ηθικών αρχών βοηθούν οποιαδήποτε πολιτική παράταξη να εξασφαλίσει την αποδοχή και τη νομιμοποίηση εκ μέρους μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, από τη στιγμή που αυτή η παράταξη θα έχει ανέβει στην εξουσία.

Αυτή η θεώρηση καταλήγει σε ένα αξίωμα που είναι σημαντικό για το ζήτημα της πολιτικής προπαγάνδας: Κάθε επίθεση στην Γερμανία ως τέτοια, κάθε απαξιωτική προπαγάνδα απέναντι στην Γερμανία (όπως όταν κατά τον τελευταίο πόλεμο τους αποκαλούσαν «Ούννους») απλώς μεγάλωνε την αφοσίωση εκείνων που δεν είχαν ακόμα ταυτιστεί εντελώς με το ναζιστικό σύστημα. Αυτό όμως το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί κατά βάση με την έξυπνη προπαγάνδα, αλλά μόνο με την επικράτηση, σε όλες τις χώρες, μιας θεμελιώδους αλήθειας: Οι  ηθικές αρχές βρίσκονται υπεράνω της ύπαρξης του έθνους και προσχωρώντας σε αυτές τις αρχές ένα άτομο, ανήκει στην κοινότητα όλων εκείνων που μοιράζονται, που έχουν μοιραστεί και που πρόκειται να μοιραστούν αυτήν την πεποίθηση...»

Σχόλια